κατασκόπους

κατασκόπους
κατάσκοπος
one who reconnoitres
masc acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • EXPLORATORES Castrorum — quorum meminit Plin. l. 36. c. 19. (Vide locum infra, ubi de Focari lapide seu pyrite, quo illi ad ignem edendum utebantur) iidem erant cum Frumentariis, quos ad explorandum, et annuntiandum, si qui motus exsisterent, constitutos tradit Aur.… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • έργω — ἔργω και ἐέργω (Α) 1. εμποδίζω, εγκλείω, περικλείω («Ἀθηναῑοι... εἶργον τοῑς ὁπλίταις», Θουκ.) 2. κλείνω στη φυλακή («τοὺς Πέρσας ἔρξε ὡς κατασκόπους δῆθεν ἐόντας», Ηρόδ.) 3. κλείνω σε περιφραγμένο χώρο, περικλείω («χρύσειαι δὲ θύραι πυκινόν… …   Dictionary of Greek

  • εξαγγέλλω — (AM ἐξαγγέλλω) νεοελλ. ανακοινώνω, μεταδίδω απόφαση ή είδηση με επισημότητα μσν. εκθέτω στον εξομολόγο, εξομολογούμαι αρχ. (ενεργ. και μέσ.) 1. αναγγέλλω ή ανακοινώνω κάτι, ιδίως μυστικό ή σπουδαία πληροφορία (α. «ἵν ἐξαγγέλλοιεν κατὰ μῆνα τῷ… …   Dictionary of Greek

  • εξαγγελία — η (AM ἐξαγγελία) νεοελλ. αναγγελία, γνωστοποίηση, είδηση, δήλωση μσν. 1. διατύπωση («ἀνεῑπον... λαμβάνεται καὶ ἐπὶ ἐξαγγελίας χρησμῶν», θωμ. Μάγιστρ.) 2. εξομολόγηση αρχ. 1. (για κατασκόπους) μετάδοση μυστικών αγγελιών στον εχθρό, κατάδοση («τοὺς …   Dictionary of Greek

  • κατασκοπή — κατασκοπή, ἡ (Α) 1. η εξέταση από κοντά, η κατασκόπευση 2. φρ. «κατασκοπαῑς χρῶμαι» κατασκοπεύω, χρησιμοποιώ κατασκόπους 3. φρ. «ἐς τὴν κατασκοπὴν τῶν χρημάτων» στην εξέταση, την καταμέτρηση τών περιουσιακών στοιχείων. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * +… …   Dictionary of Greek

  • Ενακίτες — Βιβλικός λαός γιγάντων που καταγόταν από τον Ενάκ. Στη μετάφραση των Εβδομήκοντα, οι Ε. αναφέρονται ως Ενακείμ, υιοί Ενάκ, γίγαντες και υιοί γιγάντων. Κατοικούσαν στα νότια μέρη της Παλαιστίνης και το κυριότερο κέντρο τους ήταν η Χεβρώνα. Η… …   Dictionary of Greek

  • Τάνενμπεργκ — (Tannenberg). Χωριό της Πολωνίας, που βρίσκεται 120 χλμ. ΝΔ του Καλίνινγκραντ (το άλλο Κένιξμπουργκ). Το 1410, οι Πολωνοί μαζί με τους Λιθουανούς, νίκησαν εκεί τους Τεύτονες ιππότες. Στις αρχές εξάλλου του A’ Παγκοσμίου πολέμου, έγινε στην… …   Dictionary of Greek

  • κατάσκοπος — ο, η αυτός που κάνει κατασκοπία με εντολή άλλου, πράκτορας, χαφιές: Οι Αμερικανοί έχουν κατασκόπους σ όλες σχεδόν τις χώρες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”